καμουφλάζ
Προφορά
Ετυμολογία
καμουφλάζ └γαλλ┘ camouflage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το καμουφλάζ
✦ η τεχνητή απόκρυψη θέσεως ή αντικειμένου, ιδ. σε καιρό πολέμου με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού, παραλλαγή
✦ κάθε απόκρυψη, ιδ. με μεταμορφωτικά μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–