καμμύζω


καμμύζω
Προφορά

Ετυμολογία
καμμύζω μεταγενέστερη ελληνική καμμύω

Ερμηνεία
καμμύζω

✦ κ. καμμύζω ρ. μισοκλείνω τα μάτια, συστέλλω τα βλέφαρα: και τα μάτια του καμμύζανε σα να κοιμόταν (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.