καμαριέρης


καμαριέρης
Προφορά

Ετυμολογία
καμαριέρης └ιταλ┘camariere

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καμαριέρης

✦ θηλ. καμαριέρα ο υπηρέτης που φροντίζει για την καθαριότητα και το συγύρισμα δωματίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.