καμαρίλα


καμαρίλα
Προφορά

Ετυμολογία
καμαρίλα ισπαν. camarilla

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καμαρίλα

✦ το σύνολο των ανεπίσημων μυστικοσυμβούλων ηγεμόνα ή άλλου ισχυρού προσώπου, που ασκούν επιρροή στις αποφάσεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.