καμακώνω


καμακώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καμακώνω καμάκι

Ερμηνεία
ρήμα καμακώνω

✦ χτυπώ ψάρι με το καμάκι: μα στα ρηχά ένα καμακωμένο χταπόδι τίναζε μελάνι (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) φλερτάρω, κορτάρω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.