καμάρι


καμάρι
Προφορά

Ετυμολογία
καμάρι μεσαιωνική ελληνική καμάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καμάρι

✦ το να καμαρώνει κανείς: κοίτα καμάρι, η ψηλομύτα!
✦ αυτό για το οποίο καμαρώνει: αυτό το παιδί είναι το καμάρι της

Συνώνυμα
κόρδωμα, αυταρέσκεια ,καύχημα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.