καλώδιο
Προφορά
Ετυμολογία
καλώδιο αρχαία ελληνική καλώδιον, υποκοριστικό του κάλως (= σκοινί)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλώδιο
✦ σκοινί μέτριου πάχους
✦ (ειδ.) συρμάτινο σκοινί ως αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος
✦ αγωγός για τη μετάδοση τηλεπικοινωνιακών σημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–