καλότα
Προφορά
Ετυμολογία
καλότα └γαλλ┘ calotte
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καλότα
✦ μικρός ερυθρόχρωμος σκούφος των καθολικών ιερέων που καλύπτει την κορυφή της κεφαλής
✦ το τμήμα του γυναικείου καπέλου που καλύπτει την κεφαλή σε αντιδιαστολή προς το γύρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–