καλπάκι


καλπάκι
Προφορά

Ετυμολογία
καλπάκι └τουρκ┘kalpak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καλπάκι

✦ μάλλινος ή δερμάτινος σκούφος: στο κεφάλι είχε ένα μικρό μαύρο καλπάκι, φορεμένο πολύ πλάγια (Γ. Μπεράτης)
✦ είδος στρατιωτικού καπέλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.