καλπάζω


καλπάζω
Προφορά

Ετυμολογία
καλπάζω αρχαία ελληνική καλπάζω

Ερμηνεία
ρήμα καλπάζω

✦ (για άλογα ή αναβάτες) τρέχω με καλπασμό
✦ (μτφ. για καταστάσεις, ιδ. νοσηρές) προχωρώ πολύ γρήγορα: καλπάζων πληθωρισμός – καλπάζουσα φυματίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.