καλούπι


καλούπι
Προφορά

Ετυμολογία
καλούπι └τουρκ┘kalιp

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καλούπι

✦ κοίλο στερεό σώμα όπου χύνονται ρευστές ύλες, για να πάρουν ορισμένο σχήμα, μήτρα
✦ πρότυπο, φόρμα
✦ φρ. δεν μπαίνει σε καλούπι, αρνείται να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στις κρατούσες αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.