καλοχρόνισμα
Προφορά
Ετυμολογία
καλοχρόνισμα καλοχρονίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλοχρόνισμα
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. καλοχρονίσματα, ευχή για καλή χρονιά, να ζήσει κάποιος ευτυχής το χρόνο και (συνεκδ.) όλη τη ζωή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–