καλοκαιριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
καλοκαιριάζω καλοκαίρι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καλοκαιριάζω
✦ περνώ το καλοκαίρι
✦ (απρόσ.) καλοκαιριάζει, αρχίζει το καλοκαίρι
✦ γίνεται καλοκαιρία, αρχίζουν οι καλές μέρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χειμωνιάζει
Επιρρήματα
–