καλοζωισμένος


καλοζωισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καλοζωισμένος καλοζώ

Ερμηνεία
καλοζωισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που πέρασε τη ζωή του χωρίς στερήσεις
✦ ακμαίος, ανθηρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.