καλοδούλευτος


καλοδούλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
καλοδούλευτος καλο-δουλεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλοδούλευτος -η, -ο

✦ καλοδουλεμένος (βλ. λ.)
✦ αυτός που δουλεύεται εύκολα, που μπορεί κάποιος να τον κατεργασθεί εύκολα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.