καλογερεύω
Προφορά
Ετυμολογία
καλογερεύω καλόγερος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καλογερεύω
✦ είμαι ή γίνομαι καλόγερος: αποφάσισε να τραβηχτεί από τον κόσμο κι ήρθε να καλογερέψει στον Άθω (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) ζω μοναχική ζωή
✦ μένω άγαμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–