καλντερίμι


καλντερίμι
Προφορά

Ετυμολογία
καλντερίμι └τουρκ┘kaldırım

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καλντερίμι

✦ λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια: κι ήτανε σαν ξωτάρικο ξόμπλι και σαν κιλίμι, Σιδερή, στην αυλόπορτα μπροστά το καλντερίμι (Κ. Βελμύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.