καλντέρα
Προφορά
Ετυμολογία
καλντέρα πορτογ. caldeira (= λέβητας)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καλντέρα
✦ χοανοειδής κοιλότητα σημαντικών διαστάσεων που σχηματίζεται από τις εκρήξεις ή την κατακρήμνιση των τοιχωμάτων ηφαιστείου: η καλντέρα της Σαντορίνης είναι από τις μεγαλύτερες του κόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–