καλλωπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
καλλωπισμός αρχαία ελληνική καλλωπισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καλλωπισμός
✦ η περιποίηση, ιδ. του προσώπου, ή του δέρματος, ώστε να παρουσιάζεται ωραιότερο
✦ (γεν.) εξωραϊσμός, ευπρεπισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–