καλλυντικό


καλλυντικό
Προφορά

Ετυμολογία
καλλυντικό └ουδ┘ του επιθέτου καλλυντικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καλλυντικό

✦ σκεύασμα για καλλωπισμό του δέρματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.