καλαφάτης


καλαφάτης
Προφορά

Ετυμολογία
καλαφάτης μεσαιωνική ελληνική καλαφάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καλαφάτης

✦ τεχνίτης που κλείνει, με πίσσα ή στουπί, τα κενά ανάμεσα στις σανίδες καραβιού ή βαρελιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.