καλαντάρι
Προφορά
Ετυμολογία
καλαντάρι μεσαιωνική ελληνική καλανδάριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλαντάρι
✦ ημερολόγιο, ημεροδείκτης: ερχότανε κι έφευγε για να γράφουνε τα καλαντάρια μέρες και μήνες (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–