καλαμωτός


καλαμωτός
Προφορά

Ετυμολογία
καλαμωτός καλαμώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλαμωτός -ή, -ό

✦ κατασκευασμένος ή πλεγμένος με καλάμια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.