καλαμπουρίζω


καλαμπουρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καλαμπουρίζω καλαμπούρι

Ερμηνεία
ρήμα καλαμπουρίζω

✦ λέω καλαμπούρια, λογοπαικτώ
✦ (γεν.) αστειολογώ
✦ δίνω εύθυμο τόνο σε κάτι, «το παίρνω στ’ αστεία»: μην το καλαμπουρίζεις, το θέμα είναι σοβαρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.