καλαμπαλίκι
Προφορά
Ετυμολογία
καλαμπαλίκι └τουρκ┘kalabalιk
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλαμπαλίκι
✦ συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία
✦ (στον πληθ.) σωρός από ασήμαντα πράγματα
✦ (στον πληθ.) οι όρχεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
καλαμπαλίκι < καλό + αμπέλι < καλή + άμπελος
καλαμπαλίκι ουδέτερο
1. το όμορφο ή καλής ποιότητας αμπέλι