καλαισθησία
Προφορά
Ετυμολογία
καλαισθησία καλός + αίσθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καλαισθησία
✦ η αίσθηση του ωραίου, το καλό γούστο
✦ η ικανότητα για δημιουργία ή εκτίμηση του ωραίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακαλαισθησία, αφιλοκαλία, κακογουστιά
Επιρρήματα
–