καλαίσθητος
Προφορά
Ετυμολογία
καλαίσθητος καλός + αισθητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καλαίσθητος -η, -ο
✦ που έχει την αίσθηση του ωραίου
✦ (για πράγμ.) που έγινε με καλαισθησία: καλαίσθητη κατασκευή – τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακαλαίσθητος, αφιλόκαλος
Επιρρήματα
καλαίσθητα (Κ καλαισθήτως)