καλένδες
Προφορά
Ετυμολογία
καλένδες └λατιν┘ calendae
Ερμηνεία
καλένδες
✦ ουσ. στους Ρωμαίους, η πρώτη μέρα κάθε μήνα
✦ παροιμ. φρ. εις τας ελληνικάς καλένδας, (για ζήτημα που η λύση του αναβάλλεται) σε ημερομηνία ανύπαρκτη, αφού οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–