καλέμι
Προφορά
Ετυμολογία
καλέμι └τουρκ┘kalem
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλέμι
✦ πένα από ινδοκάλαμο, που χρησιμοποιόταν παλαιότερα
✦ εργαλείο λάξευσης που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλουργοί, μαρμαρογλύπτες κ.ά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–