καλά
Προφορά
Ετυμολογία
καλά καλός
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ καλά
✦ ακριβώς, σωστά
✦ τελείως, εντελώς
✦ δυνατά, στερεά
✦ επιδέξια, εύστοχα
✦ ευχάριστα
✦ φρ. είμαι καλά, υγιαίνω γίνομαι καλά, αποκαθίσταται η υγεία μου, θεραπεύομαι τον κάνω καλά, (για γιατρό) θεραπεύω
✦ επιβάλλομαι, έχω του χεριού μου, καταφέρνω καλά του κάνει, του φέρεται όπως του πρέπει καλά τον έχει ή καλά τον κρατά, τον έχει υποχείριό του, υπό την εξουσία του βαστιέται καλά, η οικονομική του κατάσταση είναι ανθηρή για τα καλά, καίρια, επικίνδυνα, οριστικά: θύμωσε για καλά χτύπησε για τα καλά σε αρνητ. πρότ. καλά καλά, επαρκώς, ούτε καν καλά που ή καλά και, ευτυχώς· απλώς καλά, ως εκφρ. συμφωνίας ή ως απειλή στα καλά καθούμενα, χωρίς σοβαρή αφορμή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κακά, άσχημα
Επιρρήματα
–