κακοσύντακτος


κακοσύντακτος
Προφορά

Ετυμολογία
κακοσύντακτος κακός + συντάσσω

Ερμηνεία
κακοσύντακτος

✦ κ. κακοσύνταχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο παρά τους κανόνες της γλώσσας συνταγμένος, ασύντακτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.