κακοσυνηθίζω


κακοσυνηθίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κακοσυνηθίζω κακός + συνηθίζω

Ερμηνεία
ρήμα κακοσυνηθίζω

✦ αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω
✦ (κ. μτβ.) συντελώ, επιδρώ ώστε να αποκτήσει κανείς κακές συνήθειες: εσείς το κακοσυνηθίσατε το παιδί σας, με τα πολλά χάδια

Συνώνυμα

Αντίθετα
καλοσυνηθίζω, καλομαθαίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.