κακοστόμαχος


κακοστόμαχος
Προφορά

Ετυμολογία
κακοστόμαχος μεταγενέστερη ελληνική κακοστόμαχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κακοστόμαχος -η, -ο

✦ που υποφέρει από το στομάχι του ή που πάσχει από κακοστομαχιά
✦ (για τροφές) δύσπεπτος
(μτφ. ) ανυπόφορος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευστόμαχος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.