κακομοιριασμένος


κακομοιριασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κακομοιριασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος κακομοιριάζω

Ερμηνεία
κακομοιριασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που έχει κακή μοίρα, δυστυχισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.