κακομήχανος
Προφορά
Ετυμολογία
κακομήχανος αρχαία ελληνική κακομήχανος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κακομήχανος -η, -ο
✦ αυτός που μηχανεύεται κακά, δόλιος, πανούργος: οι Τουρκαλβανοί στο Βρανέστι ήταν ύποπτοι, στριμμένοι, κακομήχανοι, σκοτεινά πρόσωπα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–