κακοκαρδίζω


κακοκαρδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κακοκαρδίζω μεσαιωνική ελληνική κακοκαρδίζω

Ερμηνεία
ρήμα κακοκαρδίζω

✦ στενοχωρώ, κάνω κάποιον να χάσει το κέφι του
✦ (κ. αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι: μην πείτε πως σκοτώθηκα, να μην κακοκαρδίσουν (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
καλοκαρδίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.