κακοζωισμένος


κακοζωισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κακοζωισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος κακοζωίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κακοζωισμένος -η, -ο

✦ που ζει ή που έζησε φτωχά, στερημένα

Συνώνυμα

Αντίθετα
καλοζωισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.