κακοήθεια


κακοήθεια
Προφορά

Ετυμολογία
κακοήθεια αρχαία ελληνική κακοήθεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κακοήθεια

✦ φαυλότητα, ανηθικότητα
✦ κακόβουλη πράξη, κακοήθης ενέργεια: έχει κάνει πολλές κακοήθειες |(ιατρ.) ως χαρακτηρισμός για νόσους που είναι δυσίατες ή ανίατες, και ιδ. γι’ αυτές που οδηγούν στο θάνατο

Συνώνυμα
αχρειότητα, παλιανθρωπιά
Αντίθετα
χρηστότητα, αρετή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.