κακιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κακιώνω κακία
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κακιώνω
✦ κυριεύομαι από κακία
✦ δυσαρεστούμαι
✦ θυμώνω, οργίζομαι: θα κάκιωνε ασφαλώς με τους γονείς του (Κ. Καβάφης)
✦ ψυχραίνομαι, διακόπτω τις φιλικές σχέσεις με κάποιον
Συνώνυμα
μαλώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–