καισαρικός


καισαρικός
Προφορά

Ετυμολογία
καισαρικός καίσαρ

Ερμηνεία
επίθετο┘ καισαρικός -ή, -ό

✦ ο του καίσαρα, αυτοκρατορικός: καισαρικό στέμμα – διάταγμα |(ιατρ.) καισαρική (τομή), η χειρουργική διάνοιξη της κοιλιάς για εξαγωγή του εμβρύου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.