καιροφυλακτώ


καιροφυλακτώ
Προφορά

Ετυμολογία
καιροφυλακτώ μεταγενέστερη ελληνική καιροφυλακτέω-ῶ

Ερμηνεία
καιροφυλακτώ

✦ κ. καιροφυλαχτώ, -είς, -εί ρ. (καιροφυλάκτησα) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, για να ενεργήσω
✦ παραμονεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.