καιροσκοπισμός


καιροσκοπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
καιροσκοπισμός καιροσκόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καιροσκοπισμός

✦ η τακτική της καιροσκοπίας, η επίμονη αναζήτηση συνθηκών πρόσφορων για εκμετάλλευση, χωρίς δισταγμούς ηθικού χαρακτήρα: πολλή υποκρισία και αναξιοπιστία και πολύς, ακόμα και χυδαίος, καιροσκοπισμός (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.