καινουργιοφερμένος
Προφορά
Ετυμολογία
καινουργιοφερμένος καινούρ(γ)ιος + φερμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καινουργιοφερμένος -η, -ο
✦ αυτός που πρόσφατα έφθασε σ’ έναν τόπο: είμαστε καινουργιοφερμένοι και δεν ξέραμε (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–