καθυστερώ
Προφορά
Ετυμολογία
καθυστερώ αρχαία ελληνική καθυστερέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καθυστερώ -είς, -εί
✦ αναγκάζω κάποιον να βραδύνει, να χάσει χρόνο: μη με καθυστερείς, κι έχω δουλειά
✦ δε δίνω έγκαιρα ό,τι οφείλω: καθυστερεί την εξόφληση του χρέους του
✦ (αμτβ.) αργοπορώ
✦ (μτφ. ) μένω πίσω, σε σύγκριση με άλλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–