καθρεφτίζω


καθρεφτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καθρεφτίζω καθρέφτης

Ερμηνεία
ρήμα καθρεφτίζω

✦ αντανακλώ εικόνα σε λεία επιφάνεια, κατοπτρίζω
(μτφ. ) αναπαριστάνω πιστά
✦ (μέσ.) καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη
✦ φαίνομαι σαν σε καθρέφτη, απεικονίζομαι: το στήθος μου κυριεύεται από σιωπηλή χαρά που καθρεφτίζεται ίσως στα μάτια μου (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.