καθούμενος


καθούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
καθούμενος μτχ. ενεστ. του ρήματος κάθομαι

Ερμηνεία
καθούμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. καθισμένος
✦ φρ. στα καλά καθούμενα, χωρίς σοβαρή αφορμή· ξαφνικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.