καθορίζω


καθορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καθορίζω μεταγενέστερη ελληνική καθορίζω

Ερμηνεία
ρήμα καθορίζω

✦ ορίζω επακριβώς, προσδιορίζω: η εξόφληση θα γίνει σε καθορισμένες ημερομηνίες
✦ επενεργώ, επηρεάζω αποφασιστικά: η μέθοδος της εργασίας θα καθορίσει και το αποτέλεσμά της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.