καθομιλουμένη


καθομιλουμένη
Προφορά

Ετυμολογία
καθομιλουμένη └θηλ┘ μτχ. του ρήματος καθομιλώ

Ερμηνεία
καθομιλουμένη

✦ μτχ. ως ουσ. η γλώσσα που μιλούμε, η δημοτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.