καθολικό
Προφορά
Ετυμολογία
καθολικό └ουδ┘ του επιθέτου καθολικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καθολικό
✦ (λογιστ.) εμπορικό βιβλίο όπου συγκεντρώνονται όλοι οι λογαριασμοί μιας επιχείρησης
✦ (εκκλ.) ο κυρίως ναός των χριστιανών, ο χώρος μεταξύ ιερού και νάρθηκα όπου εκκλησιάζονται οι πιστοί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–