καθισιά


καθισιά
Προφορά

Ετυμολογία
καθισιά θ. του κάθισα, αόρ. του ρήματος καθίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καθισιά

✦ το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κανείς στο τραπέζι, για να φάει ή να πιει: το τι κατεβάζει στη καθισιά του δε λέγεται
✦ ο τρόπος που κάθεται κανείς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.